χόλικες

χόλικες
χόλιξ
guts
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… …   Dictionary of Greek

  • ουροχολίνη — η (βιοχ.) χρωστική που προέρχεται από τις χολικές χρωστικές με την αναγωγή τους στο έντερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. urobiline (< ούρο + bile «χολή» + κατάλ. ine). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην Ιατρική Εφημερίδα Στρατού] …   Dictionary of Greek

  • χόλιξ — ικος, ή, και μτγν τ. χόλιξ, ὁ, Α 1. συν. στον πληθ. αἱ χόλικες τα έντερα τού βοδιού («ἤ βοϊδαρίων τις ἀπέκτεινε ζεῡγος, χολίκων ἐπιθυμών;», Αριστοφ.) 2. (σπαν. στον εν.) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. χολάς, σχηματισμένος με διαφορετικό… …   Dictionary of Greek

  • ghel-ond-, ghol-n̥d- —     ghel ond , ghol n̥d     English meaning: stomach; bowels     Deutsche Übersetzung: “Magen, Gedärm”     Note: (A supposition about the old paradigm by Petersson Heteroklisie 2281)     Material: Gk. χολάδες f. pl. “ intestines, entrails,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”